Απόστολος,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀπόστολος], βιβλίο με περικοπές από τις πράξεις των Αποστόλων, που
διαβάζεται κάθε Κυριακή στην εκκλησία·
- ακούω
τον Απόστολο, με επιπλήττουν αυστηρά, με κατσαδιάζουν: «χτες βράδυ άργησα
να γυρίσω στο σπίτι κι άκουσα τον Απόστολο απ’ τον πατέρα μου». Συνών. ακούω
όσα σέρνει το κάρο / ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον
εξάψαλμο ·
- αρχίζω
τον Απόστολο, επαναλαμβάνω συνέχεια τις ίδιες συμβουλές: «κάθε φορά που
αργώ να γυρίσω στο σπίτι, ο πατέρας μου αρχίζει τον Απόστολο». Συνών. αρχίζω
τον εξάψαλμο·
- δώδεκα
Απόστολοι καθένας με τον πόνο του, βλ. λ. πόνος·
- τα
(το) ξέρω Απόστολο, τα ξέρω πάρα πολύ καλά, απέξω κι ανακατωτά: «όσα
διάβασα μέχρι τώρα, τα ξέρω Απόστολο»·
- Χριστέ
κι Απόστολε! ή Χριστός κι Απόστολος! ή έλα, Χριστέ κι Απόστολε! βλ. λ. Χριστός·
- του
’ψάλε τον Απόστολο, τον έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα:
«επειδή γύρισε πάλι αργά στο σπίτι, ο πατέρας του του ’ψαλλε τον Απόστολο».
Συνών. του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα / του ’συρε όσα σέρνει το κάρο / του
’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.